- καθολκός
- καθ-ολκός, herunterziehend, bes. ὁ, ein gewisser Verband
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καθολκός — καθολκός, ον (Α) [καθέλκω] 1. αυτός που καθέλκει, που σύρει προς τα κάτω 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ καθολκός είδος επιδέσμου, καθολκεύς … Dictionary of Greek